κεραστις

κεραστις
    κεράστις
    -ιδος Aesch. adj. f к κεράστης См. κεραστης I

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κεραστις" в других словарях:

  • κεραστίς — κεραστίς, ίδος, ἡ (Α) (θηλ. τού κεραστής*) η Ιώ με τα κέρατα αγελάδας …   Dictionary of Greek

  • κεραστίς — κεράστης horned fem nom sg κεραστίς horned fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεράστης — (Cerastes cerastesAspis cerastes). Δηλητηριώδες φίδι της οικογένειας των εχιδνιδών, της τάξης των φολιδωτών. Η επιστημονική ονομασία του οφείλεται στην παρουσία μιας κεράτινης προεξοχής επάνω από κάθε μάτι του. Ο κ., μήκους 55 εκ., ζει στις… …   Dictionary of Greek

  • κεραστίδα — κεράστης horned fem acc sg κεραστίς horned fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραστίδος — κεράστης horned fem gen sg κεραστίς horned fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραστίν — κεράστης horned fem acc sg κεραστίς horned fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»